- παντεπόπτης
- και παντεφόπτης, ό, Α1. αυτός που επιβλέπει τα πάντα, πανόπτης2. προσωνυμία τού Θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ἐπόπτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντεπόπτης — all seeing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντεπόπτην — παντεπόπτης all seeing masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντεπόπτου — παντεπόπτης all seeing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντεπόπτῃ — παντεπόπτης all seeing masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντεπόπτα — παντεπόπτᾱ , παντεπόπτης all seeing masc nom/voc/acc dual παντεπόπτης all seeing masc voc sg παντεπόπτᾱ , παντεπόπτης all seeing masc gen sg (doric aeolic) παντεπόπτης all seeing masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντεποπτικός — ή, όν, Μ [παντεπόπτης] παντεπόπτης … Dictionary of Greek
παντεπόπτας — παντεπόπτᾱς , παντεπόπτης all seeing masc acc pl παντεπόπτᾱς , παντεπόπτης all seeing masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόπτης — διόπτης, ο (Α) 1. αυτός που βλέπει τα πάντα, παντεπόπτης 2. κατάσκοπος 3. η διόπτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτης < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
πανδορκία — ἡ, Μ το να βλέπει κανείς τα πάντα, το να είναι πανόπτης, παντεπόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν* + δορκία (< δέρκομαι «βλέπω» πρβλ. δέδορκα), πρβλ. οξυ δορκία] … Dictionary of Greek
πανεπίσκοπος — ον, Α αυτός που όλα τά παρατηρεί, τά εξετάζει, παντεποπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπίσκοπος «αυτός που επιτηρεί, φύλακας»] … Dictionary of Greek